προσκαταγωνίζομαι

προσκαταγωνίζομαι
Μ
αναλαμβάνω και άλλον αγώνα («προσκατηγωνίσω καὶ τὸ ἀλλότριον», Νικ. Χων.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + καταγωνίζομαι «αναλαμβάνω αγώνα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”